- πεντηκοστόεκτος
- πεντηκοστόεκτοςfifty-sixthmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντηκοστόεκτος — ον, Α 1. ο πεντηκοστός έκτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντηκοστόεκτον το πεντηκοστό έκτο μέρος ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός ἕκτος] … Dictionary of Greek
πεντηκοστόεκτον — πεντηκοστόεκτος fifty sixth masc/fem acc sg πεντηκοστόεκτος fifty sixth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)